- κυπαρισσόκομος
- κυπαρισσόκομος, -ον (Α)(για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + -κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό-κομος, φυλλό-κομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυπαρισσόκομος — with cypress foliage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek